νεώριο — το ναυπηγείο, ναύσταθμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
ναύσταθμος — Λιμάνι ή όρμος, κατάλληλα διασκευασμένος, όπου λιμενίζονται πολεμικά πλοία και υπάρχουν εγκαταστάσεις για την επισκευή, τον εξοπλισμό και τις άλλες ανάγκες του πολεμικού ναυτικού. Ο ν. ήταν ό,τι και το νεώριο των αρχαίων ή το καραβοστάσι ή ο… … Dictionary of Greek
ναώριον — ναώριον, τὸ (Α) βλ. νεώριο … Dictionary of Greek
νεωλκία — νεωλκία, ἡ (Α) [νεωλκός] ρυμούλκηση πλοίου μέσα σε νεώριο, νεώλκηση … Dictionary of Greek
νεωρίς — νεωρίς, ἡ (Α) νεώριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεώριον + επίθημα ις (πρβλ. νεοσσι ίς)] … Dictionary of Greek
νεών — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ν. ο μάρτυς. Μαρτύρησε στη φωτιά. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Απριλίου. 2. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται την 1η Ιουνίου. * * * νεών, ὁ (Α) νεώριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νεώς + κατάλ. ών (πρβλ … Dictionary of Greek
νεώσοικος — ο (Α νεώσοικος) προστατευμένος χερσαίος χώρος κοντά στην ακτή μέσα στον οποίο προφυλάγονταν από τις κακές καιρικές συνθήκες και άλλους κινδύνους μικρά σκάφη μετά από την ανέλκυσή τους στην ξηρά αρχ. νεώριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νεώς «πλοίο» +… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
ακαθέλκυστος, -η — ο αυτός που από νεώριο ή δεξαμενή δε ρίχτηκε στη θάλασσα: Το πλοίο είναι ακόμη ακαθέλκυστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)